- ηλεκτροπαραγωγή
- η производство электроэнергии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροπαραγωγή — η η παραγωγή ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical production < electrical (πρβλ. ηλεκτρικός) production «παραγωγή»] … Dictionary of Greek
ηλεκτροπαραγωγή — η παραγωγή ηλεκτρισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτροπαραγωγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροπαραγωγή ή στον ηλεκτροπαραγωγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτροπαραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τενεσή — (Tennessee). Ποταμός και πολιτεία των ΗΠΑ. 1. Ποταμός της Βόρειας Αμερικής, αριστερός παραπόταμος του Οχάιο, ο μεγαλύτερος από όλους. Πηγάζει από τα ΝΔ της πολιτείας της Βιρτζίνια, από δύο βραχίονες, τον Κλιντς και τον Χόλστον, που μπαίνουν στην… … Dictionary of Greek